φιλόμαστος

φιλόμαστος
-ον, Α
(για τα νεογνά ζώων) αυτός που αγαπά τους μαστούς, που τού αρέσει ο θηλασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + μαστός (πρβλ. γυναικό-μαστος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλόμαστον — φιλόμαστος loving the breast masc/fem acc sg φιλόμαστος loving the breast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομάστοις — φιλόμαστος loving the breast masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”